-
1 искажённый
παραμορφωμένος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > искажённый
-
2 искривлённость
η παραμόρφωση, η στρέβλωσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > искривлённость
-
3 извращ?нный
извращ||?нный1. прич. от извратить-2. прил (искаженный) διαστρεβλωμένος, διεστραμμένος, παραμορφωμένος·3. прил (противоестественный) διεφθαρμένος, διεστραμμένος. -
4 изуродоваиный
изуродова||иныйприч. и прил παραμορφωμένος, σακατεμένος, ἀκρωτηριασμένος. -
5 искаженный
искаж||енныйприч. и прил διαστρεβλωμένος, παραμορφωμένος, ἀλλοιωμένος. -
6 изуродованный
[ιζουρόνταβαννυϊ] εκ. παραμορφωμένος -
7 изуродованный
[ιζουρόνταβαννυϊ] επ παραμορφωμένος -
8 дезинформационный
επ.διαστρεβλωμένος, παραμορφωμένος• αποπροσανατολιτικος. -
9 извращённый
επ. α!πρ μτχ. διαστρεβλωμένος, διεστραμμένος, παραμορφωμένος παραποιημένος. || εκφυλισμένος, εξαχρειωμένος. -
10 изуродованный
επ. από μτχ.τερατόμορφος, τερατοειδής παραμορφωμένος•-ое лицо παραμορφωμένο πρόσωπο.
|| χαλασμένος, φθαρμένος βλαμμένος•-ая дорога χαλασμένος δρόμος.
-
11 искажённый
επ. από μτχ.1. διαστρεβλωμένος, διαστρεμμένος.2. αλλοιωμένος, παραμορφωμένος. -
12 исковерканный
επ. από μτχ.1. τσακισμένος, παραμορφωμένος.2. ανακριβής, εσφαλμένος, διαστρεβλωμένος. || διεφθαρμένος (ηθικά), κακοήθης. -
13 истерзанный
επ. από μτχ.κατασχισμένος, κατασπαραγμένος. || αχρηστευμένος, παραμορφωμένος. || (για ενδύματα) κατασχισμένος. -
14 ломаный
επ.1. σκασμένος, θραυσμένος, τσακισμένος•-ое кресло σπασμένη πολυθρόνα.
2. (για ομιλία, γλώσσα) διαστρεβλωμένος, παραμορφωμένος• σόλοικος•говорить на -ом русском языке κακομιλώ (σκοτώνω) τα ρωσικά.
3. τεθλασμένος•-ая линия τεθλασμένη γραμμή.
-
15 уродливый
επ., βρ: -лив, -а, -о.1. τερατώδης, τερατόμορφος. || παραμορφωμένος, στραβός•-ые деревья στραβά δέντρα•
-ые ветви στραβά κλαδιά.
2. άσχημος, δυσειδής, δύσμορφος.3. μτφ. διαστρεβλωμένος, διαστρεμμένος.
См. также в других словарях:
αδιάστροφος — η, ο (Α ἀδιάστροφος, ον) 1. αυτός που δεν υπέστη ή δεν είναι δυνατόν να υποστεί μεταστροφή, αλλαγή 2. ο μη διαστρεβλωμένος ή παραμορφωμένος, αναλλοίωτος, πραγματικός 3. ο ηθικά υγιής, ο μη διεφθαρμένος αρχ. 1. μη επιδεκτικός στροφής, άκαμπτος,… … Dictionary of Greek
αισχρός — ή, ό (Α αἰσχρός, ά, όν) 1. αυτός που προκαλεί την ντροπή, επονείδιστος, επαίσχυντος, ατιμωτικός 2. ανήθικος, φαύλος, κακοήθης, άθλιος, φρικτός αρχ. 1. (ως αντίθ. τού καλός) (για την εξωτερική εμφάνιση) άσχημος, δύσμορφος, παραμορφωμένος 2.… … Dictionary of Greek
αλλότριος — ια, ιο (Α ἀλλότριος, ία, ιον) 1. αυτός που ανήκει σε άλλον, που είναι κτήμα άλλου (αντίθετα αρχ. ἴδιος, νεοελλ. (ι)δικός (μου) 2. (ο πληθυντικός ουδετέρου ως ουσιαστικό) τὰ ἀλλότρια (αρχ. και με κράση τἀλλότρια) αυτά που ανήκουν σε άλλους, η ξένη … Dictionary of Greek
διαστρέφω — (AM διαστρέφω) 1. στρέφω κάτι προς διάφορες κατευθύνσεις. 2. αλλοιώνω, παραμορφώνω, διαστρεβλώνω 3. (με ηθική έννοια) διαφθείρω, καταστρέφω νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) διαστρεμμένος και διεστραμμένος (για ανθρ.) διεφθαρμένος ή ανώμαλος … Dictionary of Greek
καταλλοχροιαίνω — (Μ) (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) καταλλοχροιασμένος, η, ον παραμορφωμένος εντελώς, αλλοιωμένος εντελώς στο πρόσωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀλλο χροιαίνω «αλλοιώνω»] … Dictionary of Greek
κυλλός — κυλλός, ή, όν (AM) αυτός που έχει παραμορφωμένο το ένα του χέρι αρχ. 1. αυτός που έχει κάποιο ελάττωμα στο ένα ή και στα δύο του πόδια, κυρίως πόδια που λυγίζουν προς τα έξω από αρθρίτιδα 2. γεν. στρεβλός, παραμορφωμένος («κυλλὸν οὖς», Ιπποκρ.) 3 … Dictionary of Greek
παραστόλης — α, ικο παραμορφωμένος, δύσμορφος, σημαδεμένος, άσχημος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. παραστολ τού παραστέλλω «αφαιρώ, αποστερώ, παραμορφώνω»] … Dictionary of Greek
φακός — Οπτικό σύστημα από ένα οπτικό ομοιογενές διαφανές μέσο, που καταλήγει σε δυο επιφάνειες (πλευρές)· οι φ. χρησιμοποιούνται μεμονωμένοι (π.χ. μεγεθυντικοί φ.) ή ως μέρη σύνθετων οπτικών συστημάτων με σκοπό να δώσουν στον παρατηρητή μια προσιτή… … Dictionary of Greek
ήχου, εγγραφή — Σύνολο τεχνικών λειτουργιών που επιτρέπουν τη μεταφορά των χαρακτηριστικών του ήχου πάνω σε ένα κατάλληλο υλικό, ικανό να το διατηρεί και να το αναπαράγει. Η ε.ή. μπορεί να γίνει με μεθόδους οπτικο φωτογραφικές (που χρησιμοποιούνται για τον… … Dictionary of Greek
παραμορφώνομαι — παραμορφώνομαι, παραμορφώθηκα, παραμορφωμένος βλ. πίν. 4 Σημειώσεις: παραμορφώνομαι : ως σύνθετο με την πρόθ. παρά σημαίνει → αλλοιώνομαι. Ως σύνθετο με το επίρρ. πάρα σημαίνει → (ειρωνικά) μορφώνομαι πολύ … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ασημείωτος — η, ο επίρρ. α 1. ασημάδευτος (βλ. λ.). 2. εκείνος για τον οποίο δεν κρατήθηκε σημείωση ή τον οποίο δεν πρόσεξε κανείς: Ξέχασα μερικά έξοδα ασημείωτα. 3. αυτός που δεν είναι σημειωμένος, παραμορφωμένος σωματικά: Τέτοιος που ήταν, ο Θεός δεν τον… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)